Σελίδες

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Φώτης Κόντογλου: ο ξεχασμένος πνευματικός επαναστάτης

Ο Φώτης Κόντογλου, ως μέλος της γενιάς του '30, είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κατά τεκμήριο έπαιξε τον μεγαλύτερο και καθοριστικότερο ρόλο στη νεο-ελληνική ορθόδοξη αναγέννηση. Ο αείμνηστος, γελαστός και βραχύσωμος Αϊβαλιώτης, ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους εκπρόσωπους της πολιτιστικής δημιουργίας της εποχής του. Πρώτον για το πολύπλευρο και συνάμα αντι-συμβατικό ταλέντο του. Ο Κόντογλου ήταν βυζαντινός αγιογράφος, ψάλτης, λογοτέχνης, ζωγράφος,
παραμυθάς, εμπειρικός θεολόγος. Και όλα αυτά τα έκανε με έναν μοναδικό ξεχωριστό, μη-ακαδημαϊκό και για αυτό ανεκτίμητα αυθεντικό και μοναδικό τρόπο. Δεύτερον, ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους της γενιάς του, Ηλία Βενέζη, Στρατή Μυριβήλη, Νίκο Καζαντζάκη, γιατί είναι αυτός που βίωσε και ένοιωσε, περισσότερο από όλους ετούτους, τη χριστιανική πίστη και αυτό βγήκε απαράμιλλα τόσο στο γράψιμο όσο και στο πινέλο του. 


    Ο κυρ Φώτης ήταν ένας ταπεινός και γλυκύτατος άνθρωπος που, όπως ο ίδιος εξηγεί, δεν αγάπησε ποτέ τα φανταχτερά σαλόνια και τις συνεδριακές αίθουσες περισσότερο από την ταπεινή ησυχία του μικρού και παστρικού κηπάκου του, με τους μπαχτσέδες και τους κατηφέδες του. Ο Φώτης Κόντογλου έζησε μέχρι το 1965, όμως δεν έγινε ποτέ μεταπολεμική διασημότητα. Τον Κόντογλου δεν τον προώθησε, ούτε τον χρησιμοποίησε κανένα πολιτικό ή πολιτισμικό ρεύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Δεν ταίριαζε, φυσικά, ούτε με το αριστερό ιδεολόγημα, ούτε με το κουλτουριάρικο "νέο κύμα".
   Αλλά ο κυρ Φώτης μίλησε, ζωγράφισε και έγραψε όχι με τον τρόπο της "μόδας", όχι με τον τρόπο του εμπορίου, του φθαρτού και καταδικασμένου σε θάνατο "ρεύματος" της εποχής του. Αλλά βούτηξε το πινέλο σε χρώματα ουράνια, σε αποχρώσεις άκτιστες και άφθαρτες. Και όταν έγραφε, εξέφραζε αυθόρμητα και ειλικρινά το ύφος των αρχαίων υμνογράφων, ένοιωθε την πατρική αγάπη και αγωνία των αποστόλων, έδινε σάρκα και οστά στην αθάνατη ομηρική, ιωνική πνευματική παράδοση.
    Όταν διαβάζει κανείς τις ιστορίες του μαγεύεται, καθώς ταξιδεύει σε έναν παρελθόντα, κόσμο παραμυθίας. Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν είναι δοκίμιο, ούτε μυθιστόρημα. Νοιώθεις ότι δεν είναι Ουγκώ, δεν είναι Ντίκενς, ούτε Καζαντζάκης. Όταν διαβάζεις Κόντογλου νοιώθεις ότι βρέθηκες σε ένα ηλιόλουστο Καστελόριζο, καλοκαίρι, μήνας Ιούλιος. Περπατάς στη μικρή προκυμαία, στα δεξιά σου η καθάρια θάλασσα και αριστερά σου ένα παλιό αλλά καλοδιατηρημένο νησιώτικο σπίτι. Έχει χαμηλή μάντρα, πνιγμένη μέσα στους κισσούς και μια λεπτή γαλάζο-βαμμένη καγκελόπορτα. Καθώς νωχελικά περπατάς και περνάς από μπροστά, κοντοστέκεσαι και χαζεύεις το σπιτάκι. Μέσα, στο κηπαλάκι, ένα γεροντάκι κάθεται μαζί με τη γερόντισσά του, στο χτιστό χαμηλό μετερίζι. Σε υποδέχεται με ανυπόκριτη χαρά καθώς καπνίζει τον ναργιλέ του. Σε προσκαλεί να καθίσεις να σε φιλέψει γλυκό κουταλιού και δροσερό νεράκι. Αφού έχεις καθίσει και μερικά λεπτά αργότερα, το γεροντάκι αρχίζει αυθόρμητα και ασταμάτητα να διηγείται ιστορίες παλιές. Ιστορίες για τρανούς πολεμιστές, για τόπους μακρινούς με αγριάνθρωπους, για ανθρώπους γενναίους, αγαθούς αλλά και μοχθηρούς και αιμοβόρους, για θεριά της στεριάς και της θάλασσας. Ιστορίες για το Χριστό, την Παναγιά και τους αγίους, αλλά και για τους παλιούς ρωμηούς, για βασιλιάδες και πριγκηπέσσες του παλιού καιρού. Καθώς μιλάει τον περιεργάζεσαι και βλέπεις ένα ταπεινό, ζεστό και αγαπητικό άνθρωπο της Ανατολής. Είναι ψαράς, είναι ταξιδιώτης, είναι ναυτικός. Όμως όχι, δεν είναι αγράμματος, δεν είναι αμόρφωτος. Τυχαίνει να έχει ταξιδέψει ως το Παρίσι. Έχει διαβάσει συγγραφείς, Έλληνες και ξένους, αρχαίους, παλιούς και νέους. Δεν σου μιλάει με την ψευτοπερηφάνια ενός χωριάτη, αλλά με την αυτογνωσία και ειλικρίνεια ενός ανθρώπου του λαού, που έχει γνωρίσει τον κόσμο, έχει ζήσει την κακία του, αλλά θέλει από μέρους του να σου δώσει όλη την αγάπη του. Αυτός είναι ο κυρ Φώτης ο Κόντογλου, όπως τον γνώρισα μέσα από τα βιβλία του και όπως φαντάστηκα ότι τον είδα σε τόπους αγαπημένους.
    Και είναι ετούτος, ο ταπεινός και φιλήσυχος άνθρωπος που όσο ζούσε, αλλά και μετά θάνατον, έμεινε και συνεχίζει να μένει μακρυά από τα φώτα της διασημότητας. Αλλά είναι εκείνος που κατόρθωσε τη νεο-ελληνική ορθόδοξη αναγέννηση. Και για ένα μεγάλο διάστημα το έκανε αυτό σχεδόν ολομόναχος. Επειδή, ο κυρ-Φώτης είναι ο πρώτος που μίλησε για την εμπειρική και όχι ακαδημαϊκή πίστη και θεολογία. Είναι ο πρώτος, σίγουρα, στη νεότερη Ελλάδα και αν δεν προηγείται και των Ρώσων της διασποράς είναι οπωσδήποτε σύγχρονός τους. "Λαός παθών... και ουχί μαθών τα θεία." Έτσι χαρακτηρίζει τον ελληνικό λαό ο Κόντογλου στα "Μυστικά Άνθη". Λαός, δηλαδή που δεν έμαθε τη θεία πίστη του στο κατηχητικό, αλλά την έχει ζήσει με πόνο και με αίμα στα άγρια κατατόπια της Ιστορίας. 
    Πέρα από αυτά, όμως, είναι ο άνθρωπος που ανέδειξε τη βυζαντινή αγιογραφία και υμνωδία, σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε κυριολεκτικά ένα κίνημα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε εκκλησία, από την απελευθέρωση και μετά, που να μην έχει κτισθεί κατά το νεοκλασικό αρχιτεκτονικό τύπο και να μην έχει αγιογραφηθεί ακολουθώντας μια κακόγουστη, δυτικής επιρροής, τεχνοτροπία. Και ο Κόντογλου προκαλεί αναγέννηση και πρωτοστατεί στην επανεμφάνιση της βυζαντινής αγιογραφίας στις εκκλησιές, ενώ συμβάλλει με ανεπανάληπτο τρόπο στην επικράτηση του βυζαντινού μέλους έναντι της πολυφωνίας στη θεία λατρεία. Σήμερα, για εμάς τους Έλληνες της μεταπολίτευσης, η επικράτηση της βυζαντινής αγιογραφίας και υμνογραφίας θεωρείται αυτονόητη, ενώ η πολυφωνία, αν εξαιρέσει κανείς τα Επτάνησα, είναι πλέον ανύπαρκτη. 
    Αν πάμε, όμως, πίσω στις αρχές του εικοστού αιώνα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η βυζαντινή πολιτισμική παράδοση δεν ήταν απλώς ξεχασμένη, αλλά φαινόταν και ανέφικτο να επανέλθει. Θα έπρεπε να λάβει χώρα, ένα θαύμα για να αναστηθεί η θαμμένη βυζαντινό-ρωμαίικη παράδοση (θαμμένη στη λήθη και αμάθεια που είχαν επιφέρει ο κοραϊσμός και ο δυτικός "εκπολιτισμός"). Και να, λοιπόν, που αυτό το θαύμα έλαβε χώρα, κυρίως, εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Καθώς ένας ανώτερος πολιτισμός, αυτός της Ρωμαίικης Ανατολής έκανε τη χάρη στους χοντροκέφαλους κοτζαμπάσηδες της ηπειρωτικής Ελλάδας και στους ξεπλυμένους Επτανήσιους λιμοκοντόρους, να μεταναστεύσει και να στριμωχτεί στα στενά όρια του κρατιδίου τους. Η μικρασιάτες, δηλαδή, τελικά πραγματοποίησαν μια πνευματική επανάσταση στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και ο Φώτης Κόντογλου έπαιξε τον πρωταρχικό ρόλο σε αυτήν. Σε αυτόν χρωστάμε τη βυζαντινή παράδοση που διατηρούμε σήμερα, στην εκκλησιαστική τέχνη, στη θεολογία, ακόμα κατά τη γνώμη μου και τη φιλοσοφία. Και αυτό είναι το μόνο που μας επιτρέπει, κατά ένα τρόπο, να αποκαλούμε ακόμα τους εαυτούς μας Ρωμηούς (όποιοι από εμάς δηλαδή επιθυμούν να αποκαλούνται έτσι).
    Αυτή η ορθόδοξη, ρωμαίικη αναγέννηση έδωσε πολλούς και μεγάλους καρπούς στην καλλιτεχνική, θεολογική, λογοτεχνική και εν γένει πολιτισμική παραγωγή της μεταπολεμικής, ακόμα και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ο Κόντογλου, δηλαδή βρήκε συνεχιστές στο έργο του, πολλούς και άξιους. Φυσικά στην ψαλτική και στην αγιογραφία είναι πασιφανές ότι δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σχολή στη μεταπολεμική Ελλάδα. Στη λαϊκή και κοσμική τέχνη όμως, οι συνθήκες στάθηκαν πιο αντίξοες για να συνεχιστεί το έργο και η παράδοση του Φώτη Κόντογλου. Εκεί οι επιδρομές της βαρβαρότητας της χολλυγουντιανής και δυτικής γενικότερα υποκουλτούρας, φαίνεται ότι έχουν κατακλύσει και καταπνίξει τη μεταπολεμική ελληνική λαϊκή και κοσμική ζωγραφική και τέχνη.
   Για πολύ κακή μας τύχη όμως, αυτή η πνευματική επανάσταση και αναγέννηση που ξεκίνησε ο Φώτης Κόντογλου δεν βρήκε ποτέ διέξοδο και έκφραση στην πολιτική αυτού του τόπου. Έμεινε απλά ένα καλλιτεχνικό ρεύμα. Χωρίς αυτό να μειώνει σε κανένα βαθμό τη σημασία της πνευματικής επανάστασης και αναγέννησης που προαναφέραμε. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι ακόμα και αν μια πνευματική κίνηση δεν βρεί την έκφραση και εκπροσώπησή της στον πολιτικό χώρο, αξίζει τον κόπο να την επιδιώξει κανείς. Γιατί η πνευματική παράδοση του Κόντογλου ζεί ακόμα και σήμερα. Παρόλο που η πολιτική και γενικότερη πολιτιστική ζωή αυτής της χώρας ακολούθησε τον πλέον καταστροφικό δρόμο. Μέσα σε όλη αυτή τη σημερινή παρακμή και αποδόμηση η ρωμηοσύνη του κυρ Φώτη του Κόντογλου παραμένει ζωντανή. Και μέσα από το δικό του το έργο, αλλά και από το έργο σημερινών Ρωμηών, που υπάρχουν κυρίως στον θεολογικό, φιλοσοφικό αλλά και στον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό χώρο. Παραμένει ζωντανή και φωτίζει το σκοτάδι της κοινωνικής και πολιτικής αποστασίας μας από την παράδοση και από τον μόνο αληθινό τρόπο ζωής. Αυτή είναι η μοναδική ελπίδα που φωτίζει και ζεσταίνει τις καρδιές μας.
    Μας διδάσκει, όμως και κάτι άλλο το παράδειγμα της επιτυχούς πνευματικής επανάστασης του Φώτη Κόντογλου. Μας υπενθυμίζει τη σημασία και την αξία της μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας, αλλά πάνω από όλα και την υπομονή που απαιτείται για να τις κατακτήσει κανείς. Αυτό θα πρέπει να είναι η πρώτη μας επιδίωξη ως λαός, εάν επιθυμούμε να φτιάξουμε ένα καλύτερο αύριο. Δεν θα πρέπει, δεν μπορεί το πρώτο μας βήμα σε αυτή την προσπάθεια, να είναι το τελευταίο, δηλαδή η πολιτειακή αλλαγή. Όχι, γιατί ένας λαός πρέπει πρώτα να εκπαιδευτεί, να διδαχθεί πώς να λειτουργεί σωστά ως κοινωνία και πώς να συμπεριφέρεται ως πολιτεία. Και εδώ είναι που χρειάζεται πολύ ισχυρή θέληση εκ μέρους του ελληνικού λαού για γνήσια αλλαγή και υπομονή για πολλά χρόνια ακόμα, μέχρις ότου η κοινωνία μας έχει επιτέλους (κατά το σύνολό της και όχι μόνο σε ένα περιορισμένο συλλογικό επίπεδο) μάθει να ζεί και πάλι χριστιανικά, να ζεί ευαγγελικά, να ζεί ρωμαίικα. Τότε και μόνο τότε θα πρέπει να επιδιωχθεί μια πολιτειακή αλλαγή, με στόχο τη δημοκρατία. Γιατί μόνο όταν η ελληνική κοινωνία θα έχει μορφωθεί και εκπαιδευτεί να ζεί ως δημοκρατική πολιτεία, θα μπορεί να έχει πιθανότητες μακροχρόνιας επιτυχίας και η πολιτειακή αλλαγή. Μόνο τότε η δημοκρατία θα μπορεί να λειτουργήσει.
    Ας μην διστάσουμε να επενδύσουμε ως λαός σε μια τέτοια μακροχρόνια προσπάθεια. Ας μην αναλογιστούμε ούτε στιγμή την οικονομική και υλική πενία στην οποία αναπόφευκτα θα περιέλθουμε. Γιατί "ούκ επ΄ άρτον μόνο ζήσεται άνθρωπος". Πολλώ δε μάλλον, εφόσον η πατροπαράδοτη ορθόδοξη πίστη μας, μας δείχνει ότι υπάρχει και μια άλλη ζωή, υπάρχει και ένα άλλο είδος επιβίωσης. Είναι η μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας του Χριστού και στη ζεστή αγάπη που αυτός χαρίζει στις καρδιές όλων μας. Αυτό μας δείχνει και αυτό διδάσκει και ο Φώτης Κόντογλου στις αγιογραφίες και στις παραμυθένιες (παρηγορητικές δηλαδή) ιστορίες του. 

Ιωάννης Δανδουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: